αποκωλυσις

αποκωλυσις
    ἀποκώλυσις
    ἀπο-κώλῡσις
    -εως ἥ помеха Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποκωλυσις" в других словарях:

  • αποκώλυσις — ἀποκώλυσις, η (Α) το να εμποδίζει, να μην επιτρέπει κανείς κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀποκωλύσει — ἀποκωλύ̱σει , ἀποκώλυσις hindering fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποκωλύ̱σεϊ , ἀποκώλυσις hindering fem dat sg (epic) ἀποκωλύ̱σει , ἀποκώλυσις hindering fem dat sg (attic ionic) ἀποκωλύ̱σει , ἀποκωλύω hinder aor subj act 3rd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκωλύσεις — ἀποκωλύ̱σεις , ἀποκώλυσις hindering fem nom/voc pl (attic epic) ἀποκωλύ̱σεις , ἀποκώλυσις hindering fem nom/acc pl (attic) ἀποκωλύ̱σεις , ἀποκωλύω hinder aor subj act 2nd sg (epic) ἀποκωλύ̱σεις , ἀποκωλύω hinder fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκωλύσεως — ἀποκωλύ̱σεω̆ς , ἀποκώλυσις hindering fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκωλύσῃ — ἀποκωλύ̱σηι , ἀποκώλυσις hindering fem dat sg (epic) ἀποκωλύ̱σῃ , ἀποκωλύω hinder aor subj mid 2nd sg ἀποκωλύ̱σῃ , ἀποκωλύω hinder aor subj act 3rd sg ἀποκωλύ̱σῃ , ἀποκωλύω hinder fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκώλυσιν — ἀποκώλῡσιν , ἀποκώλυσις hindering fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»